αποκύημα

αποκύημα
το (Μ ἀποκύημα)
προϊόν τοκετού, γέννημα
νεοελλ.
φρ. «αποκύημα ή αποκυήματα φαντασίας» — δημιουργήματα της φαντασίας, φαντασιώσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αποκύημα — το, ατος γέννημα, συνήθως στη φράση: Αυτά είναι αποκυήματα της φαντασίας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάντασις — άσεως, ἡ, Α [φαντάζω, όμαι] 1. φαντασία 2. αποκύημα φαντασίας …   Dictionary of Greek

  • φαντασίωση — η / φαντασίωσις, ώσεως, ΝΜ [φαντασιῶ] ο σχηματισμός φανταστικών παραστάσεων νεοελλ. 1. συνεκδ. πλάσμα τής φαντασίας, αποκύημα τής φαντασίας 2. (ψυχολ.) α) φανταστική παράσταση, που ερμηνεύει επιθυμίες λιγότερο ή περισσότερο συνειδητές β) (στην… …   Dictionary of Greek

  • φαντασμός — ο, ΝΜΑ, και φανταγμός Ν [φαντάζω, ομαι] αποκύημα τής φαντασίας νεοελλ. (στην ποίηση) όνειρο νεοελλ. μσν. έπαρση, αλαζονεία αρχ. στον πληθ. οἱ φαντασμοί μάταιες ελπίδες, απραγματοποίητες σκέψεις, ουτοπίες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”